Όταν ο Πάπας Φραγκίσκος εξελέγη το 2013, η Καθολική Εκκλησία ήταν σε βαθιά κρίση. Είχε να αντιμετωπίσει την υποχώρηση της θρησκευτικότητας στην Ευρώπη, τη ραγδαία άνοδο του Προτεσταντισμού στον Παγκόσμιο Νότο, το βάρος της συγκάλυψης σκανδάλων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων από ιερείς και ένα πλήθος από κινήματα θεολογικής αμφισβήτησης. Ο προηγούμενος Πάπας Βενεδικτος XVI, κατά κόσμο Τζόζεφ Ράτσινγκερ, ο λαμπρότερος αλλά και βαθιά συντηρητικός θεολόγος της γενιάς του, είχε προχωρήσει στην πρωτοφανή κίνηση της παραίτησης συνειδητοποιώντας την αποτυχία του να αναμετρηθεί με αυτές τις προκλήσεις.
Σε αυτό το φόντο η εκλογή του Αργεντίνου Καρδινάλιου Μπεργκόλιο, ενός Ιησουίτη από τη Λατινική Αμερική, φάνταζε ως μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί ταυτόχρονα η σταθερότητα – δεν είχε τη φήμη ενός ιδιαίτερα ριζοσπαστικού Θεολόγου ενώ ο πολιτικός προοδευτισμός του έμοιαζε να είναι «εντός ορίων» σε μια ήπειρο που έδωσε έως και ιερείς-αντάρτες – αλλά και ένα άνοιγμα της Καθολικής Εκκλησίας σε περιοχές όπου αυτή δεχόταν τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό.
Υιοθετώντας το παπικό όνομα Φραγκίσκος, προς τιμήν του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, επιλέγοντας μια πιο πολύ πιο απλή συμπεριφορά, από την επιλογή κατοικίας έως τον τρόπο μετακίνησης, και αποφεύγοντας τις επιδείξεις λαμπρότητας που είχαν χαρακτηρίσει τον προκάτοχό του, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής των κανόνων για την κηδεία και ταφή των Παπών, ο Πάπας Φραγκίσκος προσπάθησε να ξαναδώσει στην Καθολική Εκκλησία το ηθικό κύρος που είχε τόσο διακυβευτεί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Παραμένοντας στο πνεύμα της Δεύτερης Βατικανής Συνόδου, προσπάθησε, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, να κάνει πράξη το μεταρρυθμιστικό της πνεύμα. Έδωσε μεγάλη έμφαση στη στροφή της Εκκλησίας προς τους φτωχούς και τους περιθωριοποιημένους, θεωρώντας ότι αυτή έπρεπε να είναι η αιχμή του ιεραποστολικού έργου. Επέμεινε να μιλάει υπέρ των μεταναστών και των προσφύγων. Απολογήθηκε για τον τρόπο που η Εκκλησία είχε στηρίξει στο παρελθόν την αποικιοκρατία. Κατήγγειλε τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, τον καταναλωτισμό, την υπερανάπτυξη. Επέδειξε συγκριτικά μεγαλύτερη ανεκτικότητα απέναντι στα ΛΟΑΤ άτομα – «ποιος είμαι εγώ για να κρίνω;», δήλωσε χαρακτηριστικά. Επέμεινε στην αποκάλυψη και όχι συγκάλυψη των σκανδάλων σεξουαλικής κακοποίησης εντός της Εκκλησίας. Έδωσε πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στο ρόλο των γυναικών εντός της εκκλησίας. Μίλησε υπέρ της ειρήνης στις μεγάλες συγκρούσεις της εποχής και μέχρι τέλος επικοινωνούσε με την Εκκλησίας της Αγίας Οικογένειας στη μαρτυρική Γάζα.
Πάνω από όλα κατάφερε να δώσει μια άλλη εικόνα σε ένα θεσμό τόσο παλιό όσο και βαθιά συντηρητικό. Να θυμίσει, έστω και ως ένα βαθμό, ότι η ταπεινότητα, η φτώχεια, η στράτευση δίπλα σε όσους το έχουν ανάγκη, όφειλαν να είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της πίστης και αναντικατάστατη πλευρά της σωτηρίας.
Μπορεί να μην κατάφερε να ανακόψει τη μεγάλη διαρροή πιστών που εξακολουθεί να συνεχίζεται, ιδίως σε περιοχές όπου παραδοσιακά η Καθολική Εκκλησία ήταν πιο ισχυρή, όμως ως ένα βαθμό κατάφερε να την κάνει να δείχνει ότι κάτι έχει να πει σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο άδικος, όλο και πιο συγκρουσιακός, όλο και πιο βάναυσος.
Και μόνο το γεγονός ότι σε έναν κόσμο όπου το ίδιον των περισσότερων «παγκόσμιων ηγετών» είναι πολύ συχνά ο κυνισμός και η αδιαφορία για την τύχη των κατατρεγμένων του κόσμου, αυτός μπορούσε να αποτελεί την εξαίρεση, να είναι αυτός που θύμιζε ποιοι είναι τελικά οι μακάριοι αυτού του κόσμου, μπορεί να εξηγήσει γιατί το κενό που αφήνει τόσο στην Καθολική Εκκλησία όσο και στην παγκόσμια σκηνή θα είναι δυσαναπλήρωτο.
Πηγή: in.gr
VIA: https://www.ot.gr