Ο κ. Γεώργιος Ραχιώτης, Καθ. Επιδημιολογίας και Επαγγελματικής Υγιεινής, στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, παρουσιάζει και σχολιάζει τα βασικά ευρήματα μελέτης για τις αιτίες θανάτου και τους παράγοντες κινδύνου που επηρέασαν το προσδόκιμο ζωής σε ευρωπαϊκές χώρες από το 1990 έως το 2021, με έμφαση στην επιβράδυνση της αύξησής του μετά το 2011 και την επίδραση της πανδημίας.
Το προσδόκιμο ζωής είναι ένας σημαντικός δείκτης της υγείας των πληθυσμών και παρουσιάζει αύξηση σε χώρες υψηλού εισοδήματος τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα. Τις τελευταίες δεκαετίες, η αύξηση στο προσδόκιμο ζωής στις χώρες υψηλού εισοδήματος οφείλονται στη μείωση των θανάτων από μη μεταδοτικές ασθένειες, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ορισμένες κατηγορίες καρκίνων, καθώς και στην μείωση της έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα.
Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Lancet Public Health, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, συνολικά και με ανάλυση κατά αιτία θανάτου, η έκθεση σε παράγοντες κινδύνου και οι θάνατοι που αποδίδονται σε συγκεκριμένες αιτίες υπολογίστηκαν από το 1990 έως το 2021 για τις 16 χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και τα τέσσερα έθνη του Ηνωμένου Βασιλείου που ήταν μέρος του ΕΟΧ κατά την έναρξή της λειτουργίας του. Οι χώρες ήταν η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ισλανδία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Σουηδία και τα έθνη του Ηνωμένου Βασιλείου της Αγγλίας, της Βόρειας Ιρλανδίας, της Σκωτίας και της Ουαλίας.
Όλες οι χώρες παρουσίασαν μέση ετήσια αύξηση στο προσδόκιμο ζωής τόσο την περίοδο 1990-2011 (συνολικός μέσος όρος 0,23 έτη), όσο και την περίοδο 2011-2019 (συνολική μέση τιμή 0,15 έτη). Ο ρυθμός αύξησης, όμως, ήταν μικρότερος την περίοδο 2011–2019 σε σχέση με την περίοδο 1990–2011 σε όλες τις χώρες εκτός από τη Νορβηγία, όπου η μέση ετήσια αύξηση του προσδόκιμου ζωής αυξήθηκε από 0,21 έτη το 1990–2011 σε 0,23 έτη την περίοδο 2011-2019. Σε όλες τις χώρες, από το 1990 έως το 2011, το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κυρίως λόγω μείωσης των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα (όπως έμφραγμα ή εγκεφαλικό) και νεοπλάσματα (όπως ο καρκίνος). Από το 2011 έως το 2019, η αύξηση των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα: την μείωση του ρυθμού αύξησης του προσδόκιμου ζωής.. Στην περίοδο 2019-2021, όλες οι χώρες παρουσίασαν μείωση στο προσδόκιμο ζωής εκτός από την Ιρλανδία, την Ισλανδία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Δανία και το Βέλγιο ενώ οι θάνατοι από λοιμώξεις του αναπνευστικού και άλλες εκβάσεις που σχετίζονται με την πανδημία COVID-19 ευθύνονται για τη μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά την περίοδο 2019-2021. Οι θάνατοι από καρδιαγγειακά το 2019 αποδίδονταν με ιεραρχική σειρά επίδρασης σε υψηλή συστολική αρτηριακή πίεση, διατροφικούς κινδύνους, υψηλή LDL χοληστερόλη, κάπνισμα, υψηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI), επαγγελματικούς κινδύνους, υψηλή κατανάλωση αλκοόλ και άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της χαμηλής φυσικής δραστηριότητας. Αντίστοιχα, η θνησιμότητα απο κακοήθεις νεοπλασίες αποδόθηκε – κατά ιεραρχική σειρά επίδρασης- στο κάπνισμα, διατροφικούς βλαπτικούς παράγοντες, επαγγελματικούς βλαπτικούς παράγοντες, υψηλό Δείκτη Μάζας Σώματος και υψηλή κατανάλωση αλκοόλ.
Οι χώρες που κατάφεραν να διατηρήσουν τα υψηλά επίπεδα στο προσδόκιμο ζωής μετά το 2011 (Νορβηγία, Ισλανδία, Βέλγιο, Δανία και Σουηδία) το πέτυχαν χάρη στη σταθερή μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα και νεοπλάσματα, που υποστηρίχθηκε από μειωμένη έκθεση σε σημαντικούς βλαπτικούς παράγοντες στο πλαίσιο εφαρμογής κατάλληλων κυβερνητικών πολιτικών πρόληψης. Η συνεχιζόμενη αύξηση στο προσδόκιμο ζωής σε πέντε χώρες κατά την περίοδο 2019–21 αναδεικνύουν, ότι αυτές οι χώρες, πιθανόν, ήταν καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν την πανδημία COVID-19. Αντίθετα, οι χώρες που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη επιβράδυνση στo ρυθμό αύξησης του προσδόκιμου ζωής μετά το 2011 συνέχισαν να καταγράφουν τις μεγαλύτερες μειώσεις στο προσδόκιμο ζωής την περίοδο 2019–2021. Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι κυβερνητικές πολιτικές που βελτιώνουν την υγεία του πληθυσμού ενισχύουν επίσης την ανθεκτικότητα των πληθυσμών και των χωρών σε μελλοντικές πιθανές κρίσεις δημόσιας υγείας. Τέτοιες πολιτικές περιλαμβάνουν τη μείωση της έκθεσης του πληθυσμού σε σημαντικούς βλαπτικούς παράγοντες για καρδιαγγειακά νοσήματα και νεοπλάσματα, όπως τoυ καπνίσματος, της επιβλαβούς διατροφής, της χαμηλής σωματικής δραστηριότητας. Παράλληλα καθοριστικό παράγοντα αποτελεί και η εξασφάλιση πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας.
Σχετικά με την Ελλάδα, η μελέτη κατέγραψε μείωση του προσδόκιμου ζωής στην περίοδο 2019-2021 λόγω αυξημένης επίδρασης των λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος που σχετίζονται με την λοίμωξη COVID19 εκβάσεων, αλλά και λόγω έλλειψης προόδου στην πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων και των κακοήθων νεοπλασιών. Επιβεβαιώνεται έτσι η αναγκαιότητα του εφαρμοσθέντος για πρώτη φορά στην Ελλάδα προγράμματος δευτερογενούς πρόληψης/προσυμπτωματικού ελέγχου κακόηθων νεοπλασιών και καρδιαγγειακών νοσημάτων ενώ παράλληλα προκύπτει η επιτακτική αναγκαιότητα της διασύνδεσής του με μια εντατικοποιημένη πρωτοβουλία, που θα στοχεύει στην πρωτοβάθμια πρόληψη. Σχετικά με το φορτίο της έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου, αξίζει να επισημανθεί ότι η μελέτη κατέδειξε υψηλά επίπεδα έκθεσης στο κάπνισμα. Το εύρημα αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και με τα αποτελέσματα πρόσφατης πανελλαδικής μελέτης του ΕΟΔΥ που ανέδειξε υψηλή συχνότητα καπνίσματος (39-40%) του Ελληνικού πληθυσμού, οριοθετώντας κατά συνέπεια την πρόληψη και έλεγχο του καπνίσματος ως μείζονα προτεραιότητα δημόσιας υγείας.
Πηγές:
Ενημερωτικό Δελτίο ΕΟΔΥ
Ειδήσεις υγείας σήμερα
7ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΡευΜΑζήν
Διεθνές συνέδριο για την πρόληψη της εγκεφαλικής παράλυσης
Βιοεκτυπωμένη αορτή εμφυτεύτηκε με επιτυχία σε ποντικούς
VIA: iatronet.gr