«Σοκαριστικά υψηλά επίπεδα» DDT ανιχνεύονται σε πέστροφες του Καναδά περισσότερο από 70 χρόνια μετά την κατάργησή του διαβόητου εντομοκτόνου, μια ακόμα υπενθύμιση της τοξικής απειλής για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Ήταν το 1968 όταν το DDT (διχλωρο-διφαινυλοτριχλωροαιθάνιο) χρησιμοποιήθηκε τελευταία φορά για αεροψεκασμούς στα δάση της καναδικής επαρχίας του Νιου Μπρούνσγουικ, μια προσπάθεια να περιοριστεί ο πληθυσμός των κουνουπιών που μετέδιδαν ασθένειες όπως η ελονοσία.
Σήμερα, η μη βιοδιασπώμενη και καρκινογόνος ουσία ανιχνεύεται στις πέστροφες ορισμένων λιμνών σε επίπεδα 10 φορές πάνω από το συνιστώμενο όριο για τα οικοσυστήματα του Καναδά, αποκαλύπτει νέα μελέτη.
«Το DDT είναι πιθανό καρκινογόνο που δεν έχουμε χρησιμοποιήσει εδώ και 70 χρόνια εδώ [στον Καναδά], κι όμως ανιχνεύεται στα ψάρια και τη λάσπη των λιμνών μεγάλου μέρους της επαρχίας σε σοκαριστικά υψηλά επίπεδα» δήλωσε στον Guardian ο Τζος Κιούρεκ του Πανεπιστημίου του Μάουντ Άλισον στον Καναδά.
Δεδομένου ότι το DDT ανιχνεύεται περίπου στο ήμισυ της επαρχίας του Νιου Μπρούνσγουιλ και η πέστροφα είναι το συχνότερα αλιευόμενο ψάρι της περιοχής, η κατανάλωσή του θα πρέπει να αποφεύγεται, είπε ο ερευνητής, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύεται στο PLOS One.
«Το κοινό, και ειδικά οι ευάλωτοι πληθυσμοί όπως οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και τα παιδιά, πρέπει να είναι ενήμερο για τον κίνδυνο έκθεσης» είπε.
Οι πέστροφες των καναδικών λιμνών τρέφονται με προνύμφες εντόμων που απορροφούν DDT στον βυθό (Jay Fleming
Από το Νόμπελ στην απαγόρευση
Το DDT είναι συνθετικό εντομοκτόνο που χρησιμοποιήθηκε ευρέως μετά τα μέσα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για την αντιμετώπιση των κουνουπιών που μεταδίδουν ασθένειες όπως η ελονοσία και ο τύφος.
Το 1948 ο ελβετός χημικός Πάουλ Χέρμαν Μιούλερ τιμήθηκε με Νόμπελ Ιατρικής για την ανακάλυψη της ισχυρής εντομοκτόνου δράσης του DDT –μια διάκριση που ακούγεται σήμερα ειρωνική, δεδομένης της καταστροφής που ακολούθησε.
Το πρόβλημα είναι ότι το εντομοκτόνο δεν διασπάται εύκολα στο περιβάλλον και εμφανίζει το φαινόμενο της βιοσυσσώρευσης, κάτι που σημαίνει ότι οι συγκεντρώσεις του τείνουν να αυξάνονται καθώς ανεβαίνει κανείς από τη βάση προς την κορυφή του τροφικού πλέγματος.
Δηλητηριώδες για τα υδατικά οικοσυστήματα και πολλούς χερσαίους οργανισμούς, το DDT αποδείχθηκε ολέθριο για τα αρπακτικά πτηνά, καθώς λεπταίνει το κέλυφος των αβγών και μειώνει την πιθανότητα επιτυχούς επώασης.
Από τη δεκαετία του 1960 και μετά το DDT άρχισε να καταργείται σε όλο και περισσότερες χώρες, μέχρι που η χρήση του στη γεωργία απαγορεύτηκε διεθνώς το 2004. Σήμερα, μικρές ποσότητες συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται για τη μείωση των κουνουπιών σε φτωχές χώρες.
Παρά τις δεκαετίες που πέρασαν, η τοξική κληρονομιά παραμένει: μελέτη του 2005 ανίχνευε DDT στο αίμα σχεδόν όλων των Αμερικανών, ενώ έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2018 έδειχνε ότι ίχνη DDT παραμένουν στα εδάφη της Ευρώπης.
Ο Κιούρεκ, ο επικεφαλής της νέας μελέτης, δήλωσε στην καναδική Telegraph Journal ότι το DDT μπορεί να παραμένει στους βυθούς λιμνών έως και 150 χρόνια.
Το εντομοκτόνο περνά στις προνύμφες εντόμων που αναπτύσσονται στον βυθό και γίνονται τελικά τροφή των ψαριών, εξήγησε.
«Τα ευρήματά μας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάρτησή μας από συνθετικά χημικά» είπε ο ερευνητής.
«Πρέπει να πάρουμε το μάθημα για να μην επαναλάβουμε λάθη του παρελθόντος».
VIA: in.gr