Την κρισιμότητα της περαιτέρω μεγέθυνσης του κλάδου της πληροφορικής για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, καθώς μπορεί να προσφέρει σημαντική ώθηση στην παραγωγικότητα, αναδεικνύει το νέο τεύχος «Τάσεις του Επιχειρείν» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη αύξησης του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων.
Βάσει των στοιχείων που παραθέτει ο κλάδος πληροφορικής, αύξησε το μερίδιό του στο ΑΕΠ σε 1,6% το 2024, από 0,7% το 2014 (και 0,4% το 2004).
Ωστόσο, τα περιθώρια περαιτέρω ανόδου είναι μεγάλα καθώς το μέσο ευρωπαϊκό μερίδιο του κλάδου είναι στο 3,3%, με τις περισσότερες χώρες να έχουν καταφέρει να συγκλίνουν κοντά σε αυτό το μέσο όρο, ενώ η Ελλάδα παραμένει τελευταία στην κατάταξη.
Όπως εκτιμάται ότι για κάθε 1 επιπλέον ποσοστιαία μονάδα μεριδίου του κλάδου στο ΑΕΠ η παραγωγικότητα της χώρας αυξάνεται μεσοπρόθεσμα κατά 15%.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας θετικά για την ενίσχυση του κλάδου της πληροφορικής λειτουργεί ο υπάρχων κορμός επιχειρήσεων, ο οποίος (αν και σχετικά μικρός για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη δυναμικότητα, με τις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης να αγγίζουν το 11% της προστιθέμενης αξίας (έναντι 5% στην ΕΕ).
Η μεγέθυνση του κλάδου αναμένεται να ενισχύσει τις επενδύσεις λογισμικού (software), βοηθώντας την εξισορρόπηση του μείγματος ψηφιακών επενδύσεων (60% του μείγματος αφορά hardware, έναντι 30% στην ΕΕ), ενισχύοντας την απόδοσή τους.
Η απαιτούμενη άνοδος του κλάδου όμως δε μπορεί να γίνει αυτοτελώς τονίζεται. Πρακτικά θα ακολουθήσει την αυξημένη ζήτηση για ψηφιοποίηση από επιχειρήσεις – στόχος που ευθυγραμμίζεται με την ευρωπαϊκή στρατηγική για το 2030 στα πλαίσια της «Ψηφιακής Δεκαετίας της ΕΕ».
Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο βήμα έχει γίνει με τη βελτίωση του ψηφιακού περιβάλλοντος, με πλήρη σύγκλιση να αναμένεται έως το 2030 Ευρώπη i) σε ψηφιακές υποδομές (με στόχο 100% του πληθυσμού να έχει πρόσβαση σε υψηλές ταχύτητες το 2030, από 38% σήμερα) και ii) σε ψηφιοποίηση Δημοσίου (στο σύνολο των υπηρεσιών).
Αυτό που συγκρατεί την αξιοποίηση των ευνοϊκών συνθηκών είναι η σημαντική υστέρηση (της τάξης του 30-35%) στους κρίσιμους άξονες (i) ψηφιοποίησης επιχειρήσεων και (ii) ψηφιακών δεξιοτήτων. Εν μέρει αυτό αντανακλά αντίστοιχες ελλείψεις επιχειρηματικής κουλτούρας και οικονομιών κλίμακας που συνδέονται με το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, σχεδόν ½ του επιχειρηματικού τομέα καλύπτεται από ΜμΕ (έναντι 1/3 στην ΕΕ), με μέσο κύκλο εργασιών της τάξης του ½ του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οδηγώντας σε χαμηλή υιοθέτηση προηγμένων ψηφιακών λύσεων.
Χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές στους παραπάνω άξονες, είναι ορατός ο κίνδυνος διεύρυνσης του ψηφιακού χάσματος με την ΕΕ την επόμενη πενταετία, καθώς οι ψηφιακοί στόχοι του 2030 αποτυπώνουν την τρέχουσα επιχειρηματική δομή των ευρωπαϊκών χωρών.
Ειδικότερα, βάσει των επίσημων στόχων, το 2030 αναμένεται: i) διατήρηση του κενού με την ΕΕ (της τάξης του 30-35%) σε δεξιότητες και βασικά εργαλεία όπως λύσεις cloud και ii) διεύρυνση του κενού (σε έως και 50%) σε προηγμένους τομείς όπως ανάλυση δεδομένων, χρήση τεχνητής νοημοσύνης και απασχόληση προσωπικού εξειδικευμένου σε τομείς πληροφορικής (που είναι και οι κύριες πηγές παραγωγικότητας).
Σύμφωνα με τις «Τάσεις του Επιχειρείν» της Εθνικής Τράπεζας, μια τέτοια εξέλιξη θα «ακύρωνε» μεγάλο μέρος από τα οφέλη της σύγκλισης των ψηφιακών υποδομών με την ΕΕ, καθώς ο βαθμός αξιοποίησής τους εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στο 40% το 2030 (έναντι 67% κ.μ.ο. στην ΕΕ). Παράλληλα, η υστέρηση θα πλήξει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, σε μία περίοδο που το 70% της νέας προστιθέμενης αξίας θα ενεργοποιηθεί ψηφιακά, αλλάζοντας τους όρους του παγκόσμιου επιχειρείν. Συνεπώς το ζητούμενο είναι όσο το δυνατόν ταχύτερη σύγκλιση με την ΕΕ.
Το εγχείρημα είναι φιλόδοξο. Απαιτεί σημαντική επιτάχυνση εκ μέρους των επιχειρήσεων ώστε πρώτον, σχεδόν όλες να έχουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιοποίησης (από ½ σήμερα), και δεύτερον, τα ¾ να αξιοποιούν προηγμένα εργαλεία (από 10%-25% σήμερα).
Η υλοποίηση αυτής της προοπτικής απαιτεί σε απόλυτη προτεραιότητα αφύπνιση, κατεύθυνση και στήριξη των επιχειρήσεων ώστε να μεγεθυνθούν (είτε οργανικά είτε μέσω συνεργασιών) και να αναβαθμίσουν την επιχειρηματική τους κουλτούρα. Αυτός θα είναι και ο καταλύτης που θα τους επιτρέψει να υιοθετήσουν προηγμένα ψηφιακά εργαλεία, οδηγώντας σε έναν ενάρετο κύκλο παραγωγικότητας.
Υποστηρικτικά αναμένεται να λειτουργήσουν στοιχεία όπως η ψηφιακή εκπαίδευση εργαζομένων (13% των επιχειρήσεων προσφέρει σχετικά προγράμματα, έναντι 22% στην ΕΕ) και η ενίσχυση της δυναμικής του κλάδου πληροφορικής (αναβαθμίζοντας την τεχνογνωσία του εργατικού δυναμικού).
VIA: InfoCom.gr