Πριν από δέκα χρόνια, η Κίνα παρουσίασε ένα φιλόδοξο βιομηχανικό σχέδιο που είχε επικριθεί έντονα από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μέτρο προστατευτισμού. Σήμερα, σύμφωνα με νέα μελέτη, η στρατηγική αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματική στη γεφύρωση του τεχνολογικού χάσματος με τη Δύση. Η έκθεση, που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ, αναμένεται να αναζωπυρώσει τη δημόσια συζήτηση στην Ουάσινγκτον και σε άλλες πρωτεύουσες για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί η επιθετική βιομηχανική πολιτική του Πεκίνου, που βασίζεται σε επιδοτήσεις και κρατική στήριξη.
Στην προσπάθεια να διαχειριστεί την ένταση κατά τη διάρκεια του πρώτου εμπορικού πολέμου με τον Ντόναλντ Τραμπ, το Πεκίνο περιόρισε τις δημόσιες αναφορές στο σχέδιο «Made in China 2025» – μια πρωτοβουλία που φέρει έντονα την προσωπική σφραγίδα του Σι Τζινπίνγκ. Παρά την υποχώρηση στον δημόσιο λόγο, η πολιτική παρέμεινε ενεργή και σε πλήρη εφαρμογή.
Όπως καταγράφεται στη μελέτη, η εκτεταμένη κρατική ενίσχυση που κινητοποιήθηκε μέσω της στρατηγικής αυτής επέτρεψε στην Κίνα να περιορίσει σημαντικά την εξάρτησή της από κρίσιμες εισαγωγές – από σιδηροδρομικά και ενεργειακά συστήματα, έως ιατρικό εξοπλισμό και προϊόντα ανανεώσιμης ενέργειας. Ταυτόχρονα, οι κινεζικές επιχειρήσεις ενίσχυσαν τη διεθνή τους παρουσία, κερδίζοντας έδαφος απέναντι σε ξένους ανταγωνιστές, σε τομείς όπως η ναυπηγική και η ρομποτική.
Η ανάλυση, την οποία πραγματοποίησε η συμβουλευτική εταιρεία Rhodium Group, υπογραμμίζει τη σημασία των εξελίξεων για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις άλλες προηγμένες οικονομίες, καθώς το Πεκίνο προχωρά ακάθεκτο με την υλοποίηση του σχεδίου του Σι για την τεχνολογική υπεροχή της χώρας. «Η Κίνα σήμερα είναι πολύ διαφορετική από την Κίνα του 2015, και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μια βιομηχανική πολιτική που βασίστηκε σε πρωτοφανή κρατική χρηματοδότηση», δήλωσε η Camille Boullenois, αναπληρώτρια διευθύντρια στη Rhodium και κύρια συγγραφέας της έκθεσης. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κίνα θα συνεχίσει να μειώνει το χάσμα και να αυξάνει την ανταγωνιστικότητά της».
Το σχέδιο «Made in China 2025» παρουσιάστηκε δύο χρόνια μετά την άνοδο του Σι στην εξουσία, στα τέλη του 2012, και αποτέλεσε βασικό πυλώνα της βιομηχανικής του πολιτικής. Κατά τη διάρκεια της έντονης αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ το 2018 και 2019, η Ουάσινγκτον επιχείρησε να πιέσει το Πεκίνο για αναθεώρηση της στρατηγικής, υποστηρίζοντας ότι υπονομεύει τον ανταγωνισμό μέσω επιδοτήσεων και υποχρεωτικής μεταφοράς τεχνογνωσίας από ξένες εταιρείες. Η εμπορική συμφωνία του 2020, ωστόσο, περιορίστηκε σε δεσμεύσεις για αύξηση των κινεζικών αγορών αμερικανικών προϊόντων, χωρίς να αντιμετωπίζει ουσιαστικά τις κρατικές ενισχύσεις ή άλλα σημεία τριβής για τις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Η νέα μελέτη, που χρηματοδοτήθηκε από το ισχυρό λόμπι επιχειρήσεων του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ, αναδεικνύει τις προκλήσεις που γεννά η κρατικά καθοδηγούμενη οικονομική πολιτική του Πεκίνου, ενώ το επιτελείο Τραμπ προετοιμάζεται για πιθανές νέες διαπραγματεύσεις με την Κίνα. Ο ίδιος ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία με το Πεκίνο πρέπει να είναι δίκαιη, αν και άτομα προσκείμενα στην κυβέρνησή του σημειώνουν ότι δεν είναι σαφές αν προτίθεται να έρθει σε μετωπική σύγκρουση για το ζήτημα των επιδοτήσεων και άλλων κρατικών παρεμβάσεων.
Η μελέτη αναφέρει πως η στήριξη των κινεζικών αρχών προς το πρόγραμμα έχει ενταθεί με τα χρόνια. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις προς εταιρείες σε στρατηγικούς τομείς αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό σχεδόν 29% από το 2018 έως το 2022, φθάνοντας τα 1,3 τρισεκατομμύρια γιουάν (περίπου 185 δισεκατομμύρια δολάρια) το 2022 – ποσό που αντιστοιχεί σε πάνω από το ήμισυ των συνολικών επενδύσεων των κινεζικών επιχειρήσεων στην έρευνα και ανάπτυξη. Το ποσοστό των εταιρειών που ωφελήθηκαν από φοροαπαλλαγές και άλλα κίνητρα τετραπλασιάστηκε μεταξύ 2015 και 2023, ενώ, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία, οι επενδύσεις μέσω κρατικά κατευθυνόμενων κεφαλαίων αυξήθηκαν πάνω από πέντε φορές την πενταετία 2015–2020, φτάνοντας τα 52 δισεκατομμύρια δολάρια.
Την ίδια ώρα, οι κινεζικές αρχές χρησιμοποιούν την πρόσβαση στην εγχώρια αγορά ως μέσο πίεσης προς τις ξένες επιχειρήσεις ώστε να μεταφέρουν δραστηριότητες παραγωγής και έρευνας στην Κίνα. Η πρακτική αυτή συνέβαλε στην οικοδόμηση εγχώριων αλυσίδων εφοδιασμού για μια ευρεία γκάμα προϊόντων – από κινητά τηλέφωνα μέχρι ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Το αποτέλεσμα είναι ότι όλοι οι τομείς που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα Made in China 2025 –όπως οι τεχνολογίες πληροφορικής, τα εξειδικευμένα εργαλεία και μηχανήματα, οι ιατρικές συσκευές και τα νέα υλικά– έχουν παρουσιάσει αισθητή μείωση στην εξάρτηση από εισαγόμενα προϊόντα. Ενδεικτικά, το ποσοστό των εισαγωγών στον τομέα των ιατρικών συσκευών υποχώρησε στο 14% το 2023, από 24% το 2015.
«Η Κίνα έχει καταφέρει να αξιοποιήσει στο έπακρο τη συνεργασία με ξένες εταιρείες, ασκώντας πίεση ώστε να μεταφέρουν την παραγωγή και την έρευνά τους εντός της χώρας», δήλωσε η Boullenois. Σύμφωνα με την έκθεση, η αεροπορική βιομηχανία αποτελεί έναν από τους λίγους τομείς στους οποίους οι κινεζικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να υπολείπονται των Αμερικανών και Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους. Ο κρατικός κατασκευαστής Comac εξακολουθεί να βασίζεται σε εισαγόμενα εξαρτήματα για την παραγωγή εγχώριων αεροσκαφών αντίστοιχων των Boeing και Airbus.
Η εικόνα αυτή ενδέχεται να αλλάξει τα επόμενα χρόνια, όπως εκτιμούν οι συγγραφείς της μελέτης, καθώς η Κίνα επιταχύνει την ανάπτυξη δικών της αεροκινητήρων. Ο Daniel Rosen, εταίρος στη Rhodium και συντάκτης της έκθεσης, προειδοποιεί ότι η εμμονή του Πεκίνου στην ενίσχυση της μεταποίησης έναντι της κατανάλωσης δημιουργεί δομικές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, ιδίως σε τομείς όπως οι μπαταρίες και τα ηλεκτρικά οχήματα. Η υπερπαραγωγή έχει οδηγήσει σε εξαγωγές επιδοτούμενων κινεζικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, προκαλώντας εντάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να αξιοποιήσει τις διαπραγματεύσεις για δασμούς με άλλες χώρες ώστε να απομονώσει την Κίνα, χωρίς ωστόσο να έχει ξεκαθαρίσει τι ακριβώς διεκδικεί από τις συνομιλίες αυτές. Το βασικό πλεονέκτημα της Κίνας, σύμφωνα με τον Rosen, είναι το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς και η ταχύτητα με την οποία φέρνει νέα προϊόντα στην αγορά. «Υπάρχουν ευκαιρίες για τις Ηνωμένες Πολιτείες να ευθυγραμμιστούν με αυτή την κλίμακα, εφόσον κινηθούν σε συνεργασία με άλλες οικονομίες».
VIA: InfoCom.gr